- θεωροδόκος
- θεωροδόκος και θεαροδόκος και θεουροδόκος, -ον (Α)1. πολίτης που επιμελείται τα θεωρικά χρήματα2. πολίτης που υποδέχεται τους θεωρούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεωρός + -δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεαροδόκος — θεαροδόκος, ον (Α) δωρ. τ. τού θεωροδόκος* … Dictionary of Greek
θεωροδοκία — και θεαροδοκία, ἡ (Α) [θεωροδόκος] το υπούργημα τού θεωροδόκου … Dictionary of Greek
θεωροδοκώ — θεωροδοκῶ, έω (Α) [θεωροδόκος] έχω το αξίωμα τού θεωροδόκου … Dictionary of Greek
θεωρός — Το μέλος της επίσημης αποστολής αντιπροσώπων μιας αρχαίας ελληνικής πόλης σε μεγάλες γιορτές, μαντείες και ιερούς αγώνες. Βλ. λ. θεωρία. * * * ο (ΑΜ θεωρός και δωρ. τ. θεαρός και θεσσ. τ. θεουρός και θευρός) 1. θεατής, παρατηρητής 2.… … Dictionary of Greek